- ἐπέσκηψε
- ἐπισκήπτωmake to lean uponaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκήπτω — ἐπισκήπτω (AM) 1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.) 2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κἀπέσκηψε — ἀπέσκηψε , ἀποσκήπτω hurl from above aor ind act 3rd sg ἐπέσκηψε , ἐπισκήπτω make to lean upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)